ασταγής

ασταγής
ἀσταγής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος»)
2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» — για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σταγής < στάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσταγές — ἀσταγής not trickling masc/fem voc sg ἀσταγής not trickling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταγέος — ἀσταγής not trickling masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”